- βασάλτης
- ο базальт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βασάλτης — Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αντιστοιχεί σε σύσταση με τα πλουτώνια πετρώματα γάββρους. Τα κύρια συστατικά του είναι βασικά πλαγιόκλαστα και φεμικά ορυκτά (αυγίτης, ολιβίνης), ενώ επουσιώδη είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη κ.ά. Το υγιές… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
οφείτης — και οφίτης, ο (πετρογρ.) πέτρωμα που παρουσιάζει οφειτικό ιστό, όπως είναι ο γάββρος, ο διαβάσης και ο βασάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ophite] … Dictionary of Greek
τραχυβασάλτης — ο, Ν (πετρογρ.) ηφαιστειογενές πέτρωμα με πορφυριτικό και μερικές φορές κοκκώδη ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Trachybasalt < trachy (< τραχύς) + basalt «βασάλτης» (τ. σχηματισμένος από τον ελλ. τ. βασανίτης)] … Dictionary of Greek
υαλοβασάλτης — Υαλώδης παραλλαγή του πετρώματος βασάλτη, η οποία διακρίνεται για την αφθονία μικρολιθικών και σφαιρολιθικών σχηματισμών, παρεμφερής προς τον οψιδιανό. Παλαιότερα το θεωρούσαν ορυκτό και εξαιτίας του μαύρου χρώματός του είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek
υπερσθενικός — ή, ό, Ν [υπερσθενής] 1. (πετρογρ.) (για πέτρωμα) αυτός που έχει ως κύριο συστατικό του το ορυκτό υπερσθενής («υπερσθενικός βασάλτης») 2. φρ. «υπερσθενικός γρανίτης» (πετρογρ.) μέλος τής σειράς τού σαρνοκίτη, τών μεταμορφωμένων πετρωμάτων … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek